- τοιχωρυχία
- τοιχωρυχίᾱ , τοιχωρυχίαhousebreakingfem nom/voc/acc dualτοιχωρυχίᾱ , τοιχωρυχίαhousebreakingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιχωρυχίᾳ — τοιχωρυχίαι , τοιχωρυχία housebreaking fem nom/voc pl τοιχωρυχίᾱͅ , τοιχωρυχία housebreaking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρυχία — η, ΝΑ [τοιχωρυχῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχωρυχώ … Dictionary of Greek
τοιχωρυχίας — τοιχωρυχίᾱς , τοιχωρυχία housebreaking fem acc pl τοιχωρυχίᾱς , τοιχωρυχία housebreaking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρυχίαν — τοιχωρυχίᾱν , τοιχωρυχία housebreaking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρυχίαις — τοιχωρυχία housebreaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτοιχωρυχώ — ἐκτοιχωρυχῶ ( έω) (Α) 1. διαρπάζω με τοιχωρυχία* 2. γεν. αρπάζω, λεηλατώ … Dictionary of Greek
τοιχόρυγμα — ύγματος, τὸ, Μ τοιχωρυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὄρυγμα «άνοιγμα» (< ὀρύσσω «σκάβω»)] … Dictionary of Greek